- πλειόνων
- πλείωνmoregen comp plπλείωνmoreneut gen comp pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
мъножаи — (271) сравн. степ. 1.Более многочисленный, больший по числу, количеству: въниде въ ср҃дце ѥго сотона и начаты и пострѣкати. в˫ащьша и горьша съдѣ˫ати. и множаиша ѹбииства. СкБГ XII, 12г; на мольбѹ же ста потъщавъс˫а. и брата того преставлѥниѥ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
CANON — I. CANON Graece Κανὼν, regula, ad quam praeducebantur lineae. Epigrammata dedicatoria, ἀπὸ ταχυγράφων: Καὶ κανόνα γραμμῆς ἰθυπόρου ταμίην: dirigentem videl. stilum ferreum vel plumbum, ut lineae, quibus scriptura instaret, rectitudinem haberent… … Hofmann J. Lexicon universale
LYNCESTIUS — Macedoniae fluv. cuius aqua pota non minus ebrietatem inducit, quam si quis vino se ingurgitâsset. Ovid. Met. l. 15. v. 329. et seqq. Hinc fluit effectu dispar Lyncestius amnis, Quem quicumque parum moder ato gutture traxit, Haud aliter titubat,… … Hofmann J. Lexicon universale
PICTURA — seu PINGENDI Ars. alias Graphice, ex Graeco, definitur Socrati, ἐικασία τῶ ὁρωμένων, Imitatio seu repraesentatio eorum, quae videntur; quam definitionem cum Plastice communem habet. Horat. l. 2. Ep. 2. v. 8. Argilla quidvis imitaberis uda. Ducit… … Hofmann J. Lexicon universale
ενδίδω — (AM ἐνδίδωμι) 1. υποχωρώ, υποκύπτω («μή συγχωρεῑν ἐνδόντα τῇ τῶν πλειόνων γνώμη», Δημ.) 2. (για στέγη, πόρτα ή εύκαμπτα αντικείμενα) υποχωρώ, λυγίζω («με την ώθηση η σκεπή ενέδωσε») μσν. προστάζω, διατάζω αρχ. 1. δίνω στα χέρια («ἐνδοῡναι τήν… … Dictionary of Greek
καθόλου — (AM καθόλου) επίρρ. 1. γενικά, εν γένει, συνολικά («καθόλου εἰπεῑν») 2. (σε αρνητική πρότ. ή σε αρνητικές απαντήσεις) διόλου, ουδόλως, ουδαμώς (α. «απόψε δεν κοιμήθηκα καθόλου» β. «είσαι ευχαριστημένος;» «καθόλου» γ. «οὐδὲ καθόλου μακρὸν πλοῑον» … Dictionary of Greek
κλέμμα — κλέμμα, τὸ (AM) [κλέπτω] αυτό που έχει κλαπεί, το κλεμμένο, το κλοπιμαίο («κλέμματα πλειόνων ἤ διακοσίων δραχμῶν», Στράβ.) αρχ. 1. κλοπή, κλεψιά («τὸ δὲ κλέμμ ἐμόν», Αριστοφ.) 2. στρατήγημα σε πόλεμο («τὰ κλέμματα ταῦτα καλλίστην δόξαν ἔχει»,… … Dictionary of Greek
μεταβάλλω — (ΑM μεταβάλλω) [βάλλω] αλλάζω την κατάσταση κάποιου, μετατρέπω (α. «οι συνθήκες τής ζωής μεταβάλλουν τον άνθρωπο» β. «ο καιρός κάθε μέρα μεταβάλλεται» γ. «τὰς φυλὰς (ο Κλεισθένης) μετέβαλε εἰς ἄλλα ὀνόματα», Ηρόδ.) μσν. 1. αναπληρώνω 2. μεταπείθω … Dictionary of Greek
πίστη — η / πίστις, εως, ΝΜΑ, ιων. τ. γεν. ιος, Α 1. η αφηρημένη έννοια τού πιστεύω, η παραδοχή ενός πράγματος ως αληθινού, εμπιστοσύνη 2. η υποκειμενική βεβαιότητα σχετικά με ένα πράγμα ή μια κατάσταση 3. η εμπορική υπόληψη, το να θεωρεί κανείς ότι… … Dictionary of Greek
συνεργώ — συνεργῶ, έω, ΝΜΑ [συνεργός] συντελώ να γίνει κάτι (α. «όλοι πρέπει να συνεργήσουν στην επίτευξη τών στόχων μας» β. «ὁ γνωστικὸς... εὔχεται, συνεργῶν ἅμα καὶ αὐτὸς εἰς ἕξιν ἀγαθότητος ἐλθεῑν», Κλήμ. Αλ. γ. «ταῡτα συνεργεῑν πρὸς πλῆθος καρποῡ»,… … Dictionary of Greek